- νημάτωμα
- το(λαογρ.) περιτύλιξη κτηρίου, ναού ή άλλου χώρου με νήμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει τη δύναμη να διώχνει δαιμονική ή άλλου είδους κακή επίδραση από τους κατοίκους τής γύρω περιοχής και τούς προφυλάσσει από επιδημίες και άλλα κακά, αλλ. περισχοινισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος + κατάλ. -ωμα μέσω ενός αμάρτυρου *νηματώνω].
Dictionary of Greek. 2013.